- πλαισιώνω
- 1) border2) encadrer
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πλαισιώνω — πλαισιώνω, πλαισίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαισιώνω — πλαισιῶ, όω, ΝΑ [πλαίσιον] περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, εγκλείω κάτι σε πλαίσιο νεοελλ. μτφ. α) βρίσκομαι γύρω από κάποιον ως βοηθός ή συνεργάτης («τον πρύτανη πλαισιώνουν ικανά στελέχη») β) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο («ωραία κτήρια πλαισιώνουν την … Dictionary of Greek
πλαισιώνω — πλαισίωσα, πλαισιώθηκα, πλαισιωμένος 1. περιβάλλω, περικλείνω κάτι με πλαίσιο. 2. περιβάλλω σαν πλαίσιο, προστατεύω, βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Πρέπει να πλαισιώσουμε το φίλο μας στην ωραία του αυτή προσπάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαισίωμα — το, Ν [πλαισιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαισιώνω, η πλαισίωση 2. αυτό με το οποίο πλαισιώνεται κάτι, το πλαίσιο … Dictionary of Greek
πλαισίωση — η, Ν 1. η ενέργεια τού πλαισιώνω, η περιβολή ενός αντικειμένου με πλαίσιο 2. μτφ. διακόσμηση, προφύλαξη, ενίσχυση ή προστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαισιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλαισίωσις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π … Dictionary of Greek